- φυγαδοθήρας
- ὁ, Ααυτός που καταδιώκει φυγάδες.[ΕΤΥΜΟΛ. < φυγάς, -άδος + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. ὀρνιθο-θήρας].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φυγαδοθήρας — φυγαδοθήρᾱς , φυγαδοθήρας one who hunts after runaways masc acc pl φυγαδοθήρᾱς , φυγαδοθήρας one who hunts after runaways masc nom sg (attic epic doric aeolic) φυγαδοθήρᾱς , φυγαδοθήρης masc acc pl φυγαδοθήρᾱς , φυγαδοθήρης masc nom sg (attic … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυγαδοθήρου — φυγαδοθήρας one who hunts after runaways masc gen sg φυγαδοθήρης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυγαδοθήρα — φυγαδοθήρᾱ , φυγαδοθήρας one who hunts after runaways masc nom/voc/acc dual φυγαδοθήρᾱ , φυγαδοθήρας one who hunts after runaways masc voc sg (attic) φυγαδοθήρᾱ , φυγαδοθήρας one who hunts after runaways masc gen sg (doric aeolic) φυγαδοθήρᾱ … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
INQUISITORES Fidei — in Eccl. Rom. quod munus obeant, diximus ubi de Inquisitionis origine: ac progressu. Addam hîc pauca. In Gallia Inquisitorum huiusmodi primum auditum nomen tum, cum Waldenses, uti vocantur, magno successu varia Eccl. Rom. dogmata impugnare… … Hofmann J. Lexicon universale
θήρα — I Νησί των Κυκλάδων. Βλ. λ. Σαντορίνη. Άποψη του γραφικού οικισμού Θήρα, με την πανοραμική θέα, στο ομώνυμο νησί των Κυκλάδων. II Κωμόπολη (υψόμ. 260 μ., 2.113 κάτ.) και πρωτεύουσα της Σαντορίνης. Είναι χτισμένη στα δυτικά παράλια του νησιού,… … Dictionary of Greek
Αρχίας — I Μυθολογικό πρόσωπο. Οινοχόος και συγγενής του Οινέα, που σκοτώθηκε σε παιδική ηλικία με –ακούσιο– ράπισμα από τον Ηρακλή για κάποιο σφάλμα που έκανε σε συμπόσιο ή στους γάμους του Ηρακλή με τη Δηιάνειρα. Ο Ηρακλής τον σκότωσε τω δακτύλω παίσας… … Dictionary of Greek
φυγαδοθήραν — φυγαδοθήρᾱν , φυγαδοθήρας one who hunts after runaways masc acc sg (attic epic doric aeolic) φυγαδοθήρᾱν , φυγαδοθήρης masc acc sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)